Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ

                

Απόψε ο εκατόνταρχος φάνηκε σιωπηλός.
Και βλοσυρά περνώντας 
μπροστά από την παράταξη των στρατιωτών,
κοιτούσε 
με μάτι αγριεμένο τις ασπίδες.
Σταμάτησε στη μέση. Μαχητές, μας είπε,
ο άθλιος σφετεριστής του θρόνου,
ο σκοτεινός συγγενοκτόνος,
πέρασε στη νίκη. 
Κι' αφού
σε τέτοιο πλέον αντίστρατο στρατό
να μείνω δεν αρμόζει στην τιμή μου
κι' αφού χωρίς στρατό η ζωή μου θα 'ναι άδεια,
το κοντοσπάθι μου τη λύση θα μου δώσει
διαπερνώντας σύσαρκα το γέρικο κορμί.
Μα πρίν η θεία πυρά τη σάρκα μου τυλίξει
κι' οβολοδέκτης ο βαρκάρης του Αχέροντα,
με τα πορθμεία στο χέρι,
κωπηλατώντας μ' οδηγήσει στον Άδη,
μια χάρη θα ζητήσω :
Αν κάποτε πικράθηκε κανείς
με λόγον εδικό μου ή πράξη
ας συγχωρήσει τ' άξεστό μου στόμα, τα χέρια, το μυαλό.
Χωριάτης είμαι. Τους βαθμούς τους πήρα μεσ' στη μάχη,
σε μάχες για πατρίδα, για θεούς. 
Κι' ακόμη,
συμμαχητές μου εσείς παλαίμαχοι της Ρώμης,
αν ποτέ σας ρωτήσει η Ιστορία,
να μην ντραπείτε
πως πολεμήσατε υπερήφανα να πείτε
τον άθλιο σφετεριστή του θρόνου,
το σκοτεινό συγγενοκτόνο, τότε
στην τελευταία μάχη των εθνών με τους μισάνθρωπους
κι'  "εν τούτω νίκα" σταυρωτήδες της ζωής...

ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ

            
        
Σαν "προπατορικό αμάρτημα" ήρθες, 
σαν "αλλοτρίωση".
Μακρυά απ' των "αρμαγεδώνων" τη φτηνή ανεπιείκεια 
και μακρυά
από γελοίες "επαναστάσεις" της πλεμπάγιας.
Χωρίς ...παραδεισένια κρινολούλουδα,
χωρίς θολούρες της κοινόβιας ευωχίας.
Το χρόνο αγάπησες σαν έρωτα ανεκλπήρωτο
σαν κάποια απλή εξιδανικευμένη αμαρτία.
Ήρθες σαν την υπέροχη στιγμή τη δυνατή
που δεν ψευτίζει μέσα στο αιώνιο.
Οι αιωνιότητες ! Αυτές οι αιμορουφίχτρες των στιγμών !
 Προσπέρασες 
κι' είπες στο τώρα και στο εδώ να στηλωθείς
κι' ευλαβικά τον παφλασμό ν' αφουγκραστείς
του κύβου καθώς πέφτει
μες' στο Ρουβίκωνα.
Τι 'ναι άλλωστε η αιωνιότητα
μπροστά σε μια υπέροχη στιγμή...

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

                        
Είπαν οι Χριστιανοί πως έφυγες στην κόλαση
κι' οι άθεοι πως πας στο πουθενά.
Μα Εσύ τους άφησες να λένε...
Ήταν 
φαεινή και διάπλατη καθώς τη διαπερνούσες
των Ηλυσίων Πεδίων η πύλη.
Κι' είδες
-γνώση στερνή- 
πως και να βγεις 
μ' αρχαίο χιτώνα, πώγωνα
και πράος
στην οδό των Εθνικών
δε φτάνει. 
Ωσάν τους όφεις
ιοβολούνε την ...αγάπη τους οι αμνοί
κι' ύπουλο χέρι προσδοκά για ανταμοιβή
μια ψευδεπίγραφη αγιοσύνη δολοφόνου.

ΥΠΑΤΙΑ

                   
Έριξε στα μαλλιά Της στάχτη.
Και τη λευκήν εσθήτα Της κρατώντας
ξεχύθηκε στο αιώνιο, στο κενό...
Του Χριστιανού, του Εβραίου, του νεκροθάφτη
το φθόνο και την ειρωνεία φορώντας,
πλανιέται μεσ' στον άδειον ουρανό
της Αλεξάνδρειας...

ΕΣΤΙΑΔΑ

                      
Άναψες το μοναδικό κερί σου. Μέσ' στη νύχτα
την κρύα εικόνα της ψυχής σου σάλεψες.
Και του κορμιού σου 
την άγρια, την ατίθαση σιγή
πάλι κι' απόψε προσευχή θα την υψώσεις.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΙΜΑ

                        

Κοχλάζει μέσα μου. Άσπιλη μαγεία κατευοδώνει
τη βαθυπόρφυρη έκσταση που το θερμαίνει αιώνια.
Σε μια σπηλιά υπερβόρεια, κατάλευκη από χιόνια,
το σημαδεύει η προσταγή κι' η γνώση το στοιχειώνει.